στιλίστας — ο, Ν βλ. στυλίστας … Dictionary of Greek
στυλίστας — και στιλίστας, ο, Ν συγγραφέας διακρινόμενος για την κομψότητα και τη γλαφυρότητα τού ύφους του. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. styliste < style (βλ. και λ. στυλ)] … Dictionary of Greek
Βενεζουέλα — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Στα Β βρέχεται από την Καραϊβική θάλασσα και από τον Ατλαντικό ωκεανό, Δ συνορεύει με την Κολομβία, Ν με τη Βραζιλία και Α με τη Γουιάνα.Η Β. έχει καλά καθορισμένα σύνορα. Μόνο τα σύνορα με τη Γουιάνα αμφισβητούνται από … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ίστγουντ, Κλιντ — (Clint Eastwood, Σαν Φρανσίσκο 1930 –).Αμερικανός ηθοποιός και σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Ξεκίνησε την καριέρα του ερμηνεύοντας διάφορους ρόλους στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση, πριν γίνει γνωστός από τα γουέστερν του Σέρτζιο Λεόνε,… … Dictionary of Greek
Παναγιωτόπουλος, IM — (Ιωάννης Μιχαήλ, Aιτωλικό 1901 – Aθήνα 1982). Συγγραφέας και εκπαιδευτικός. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Εργάστηκε ως εκπαιδευτικός και, αργότερα, διετέλεσε διευθυντής δικής του σχολής (Ελληνικό Εκπαιδευτήριο, Π. Ψυχικό).… … Dictionary of Greek
στυλίστας — ο, η βλ. στιλίστας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)